οὐραίου

οὐραίου
οὐραί̱ου , οὐραῖος
of the tail
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έλυμα — Αρχαία πόλη της Σικελίας που, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τον Έλυμο, γιο του Αγχίση, αρχηγού ομάδας Τρώων προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Σικελία πριν από τον Αινεία. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η πόλη ιδρύθηκε από τον Αινεία για τους… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • ακρούραιο — και ακρουραίο, το η άκρη τού ουραίου οπισθογεμούς όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ουραίο η λ. πλάστηκε από τον αξιωματικό Γρηγόριο Χαντζερή και αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ, la queue de culasse] …   Dictionary of Greek

  • αλεποκαρχαρίας — ο ή αλεπού τής θάλασσας Ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους Alopias (οικογένεια Alopiidae). To γνωστότερο είδος Alopias vulpes (vulpinus) είναι κοσμοπολίτικο και βρίσκεται σ όλους τους ωκεανούς, ιδίως σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Είναι ένας… …   Dictionary of Greek

  • αλεπού τής θάλασσας — Σκυλόψαρο της οικογένειας των ισουριδών ή λαμνιδών, της υπόταξης των γαλεοειδών (υφομοταξία σελάχιοι). Έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένο τον επάνω λοβό του ουραίου πτερύγιου. Το συνολικό του μήκος είναι κατά μέσο όρο 2,5 μ., μπορεί όμως να φτάσει και… …   Dictionary of Greek

  • κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… …   Dictionary of Greek

  • κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… …   Dictionary of Greek

  • μάντα — Ελασματοβράγχιο ψάρι της οικογένειας των μοβουλιδών της τάξης των σελαχιομόρφων, της οποίας είναι και ο μεγαλύτερος αντιπρόσωπος. Η επιστημονική ονομασία του είναι Μanta birostris. Η μ. του Ατλαντικού ωκεανού έχει πολύ πεπλατυσμένο σώμα το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • οπλίζω — (ΑΜ ὁπλίζω) (ενεργ. και μέσ.) 1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • πλατίτσα — η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού κυπρινοειδούς ψαριού τών γλυκών νερών Scardinius erythrophthalmus που απαντά στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα και το οποίο έχει κύριο χαρακτηριστικό τα κοκκινόχρωμα άκρα τών κοιλιακών και τού εδρικού και ουραίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”